Σε αυτή την σελίδα φιλοξενούνται άρθρα που δημοσιεύθημαν στο ZOO και στο ΠΟΠ και ΡΟΚ καθώς και στην ιστοσελίδα:http://www.rocknrollmonuments.gr
ΑΠΟ ΤΑ BLUES ΣΤΗΝ AMERICANA ΚΑΙ ΠΙΣΩ...
Η αλληλεπίδραση των μουσικών ειδών
Η επιροή της Folk / Country μουσικής στην Αμερική στα Blues είναι αναμφισβήτητα μεγάλη όπως και το αντίθετο / Η ταυτοποίηση της Country αποκλειστικά με Cowboys και Cowgirls , καρώ πουκάμισα και κιτσάτες μπότες, για πολλά χρόνια απέτρεπε πολλούς-βάζω και τον εαυτό μου μέσα- από το να ακούσουν μιάν άλλη Country , πιο κοντά στη Folk παράδοση της Αμερικάνικης μουσικής που εξέφραζε πάντα την φτωχότερη κοινωνική τάξη λευκών που συχνά δεν διέφερε σε τίποτε με την αντίστοιχη των έγχρωμων μειονοτήτων του Νότου(βλέπε Sharecropping). Η αλληλεπίδραση είναι πολύ παλιά- από τα πρώτα χρόνια ηχογραφήσεων- και έγινε πιό έντονη η παρουσία της την δεκαετία των 90s με την εμφάνιση ενός μουσικού ρεύματος που ονομάστηκε: Americana και περιλαμβάνει όλα τα είδη Aμερικάνικης Roots Music όπως country, roots-rock, folk,bluegrass, R&B and blues.
Μια από τις πρώτες συνεργασίες Country –η μήπως θα έπρεπε να πώ Folk- και Blues μουσικών είναι αυτή του Woody Guthrie και ενός από τους πατέρες των Blues του Leadbelly στη κυκλοφορία της Folkways το 1988 του άλμπουμ: Folkways : the original Vision. Είναι ένας δίσκος-αναφορά σ’εκείνη την σχεδόν αρχαική εποχή των ηχογραφήσεων που έγιναν ακριβώς τότε On Columbia”). που η μουσική βιομηχανία άρχισε να αδιαφορεί γι’αυτού του είδους τη μουσική.Περιέχει αντιπροσωπευτικά κομμάτια και τον δύο καλλιτεχνών που διασκευαστηκαν από πάρα πολλους καλλιτέχνες της μετεπειτα Rock σκηνής άλλοτε κοντά στις αυθεντικές εκτελέσεις και άλλοτε δραστικά μεταλλαγμένα. Ένa σύντομο ταξίδι από την Country-Folk του Guthrie (Vigilante Man, We Shall Be Free, This Land Is Your Land) στα Αρχαικά blues του Leadbelly ( Gallis Pole, Goodnight Irene, Midnight Special.
Πολλοί μουσικοί του «κλασσικού» πλέον Rock -και όχι μόνο αυτοί
που παίζοντας το επονομαζόμενη Country Rock ήταν βαθεια επιρρεασμένοι από αυτους του δημιουργους- αφιέρωσαν ακόμη και ολόκληρους δίσκους σαν φόρο τιμής σε μεγάλους δημιουργους τόσο της Country όσο και της Blues μουσικής. Ένας απάυτούς είναι και ο Country Joe McDonald (Country Joe and the Fish) που μέσα στην πιο Ψυχεδελική εποχή των ‘60s, το 1969 βγάζει τον πρώτο του προσωπικό δίσκο πλαισιομένος από μουσικους του Nashville και εφιερωμένο αποκλειστικά στον W.Guthrie έχει τίτλο:” Thinkin’ of Woody Guthrie” με εκτελέσεις κομματιών του Guthrie αλλά χωρίς να ξεχνά και τον LeadbellyΦτάνοντας στα σημερινά (2012) μουσικά δρώμενα βρίσκουμε έναν παλιό γνώριμο που και αυτός με την σειρά του επιχειρεί μια επιστροφή στο μουσικό παρελθόν του: Neil Young Τίτλος του άλμπουμ:”Americana” .Περιέχει, τι άλλο από διασκευές γνωστών “Λαϊκών” Αμερικάνικων τραγουδιών παιγμένα με τον χαρακτηριστικό ήχο των Crazy Horses: Oh Susanna, Clementine,This Land is Your Land αλλά και Wayfaring' Stranger, Gallows Pole και Tom Dula, οχι πάντα με εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Ένας μάλλον προβλέψιμος δίσκος που δεν προσθέτει αλλά ούτε και αφαιρεί τίποτα στην ιστορία του Neil Young και που δείχνει την κλεφτή ματιά που ρίχνει η μουσική βιομηχανία σε πιο Roots και εναλλακτικές μουσικές τάσεις. Τάσεις που έχοντας όλο και περισσότερο πολύπλοκα ονόματα σε μια προσπάθεια να περιγράφουν τις καταβολές τους (Alternative Folk,Dark Folk,Southern Goth,Neo Folk,Indie Folk και άλλα ) παρασύρουν ,όπως άλλωστε πάντα συνέβαινε ,όλο και περισσότερους Ευρωπαίους μουσικούς. Μέσα σε όλη αυτή την “συνεύρεση” και αλληλεπίδραση ειδών η παρουσία των Blues είναι δυνατή όχι μόνο σαν μουσικό είδος πρόσφορο για στείρα μίμηση και αναπαραγωγή, αλλά σαν συναισθηματική επιρροή (Blue Feeling).
Μέσα σ' όλο αυτό τον χαμό νέων ονομάτων και τάσεων εμφανίστηκε και ένας παλιός γνώριμος να δώσει το δικό του στίγμα και να ξαφνιάσει ευτυχώς ευχάριστα: TOM JONES. Μετά από χρόνια περιπλάνησης στα καζίνο του Las Vegas .διασκεδάζοντας πενηντάρες νοικοκοιρες και κάνοντας μας να τον θεωρούμε μια μεγάλη αλλά “χαμένη” φωνή,βγάζει τρείς δίσκους αφήνοντας τους πάντες άφωνους.
2010-Praise & Blame, 2012-Spirit In the Room και 2015 -Long Lost Suitcase. Τρεις υπέροχοι δίσκοι γεμάτοι από Blues,Dark Ballads,Folk και Americana. O Jones είχε δείξει ήδη από την συμμετοχή του σε μια από τις επτά ταινίες/αφιερώματα του Scorseze για τα Blues όπου τραγούδα μαζί με τον Van Morrison το Bring It On Home/ Trouble In Mind (με τον Jeff Beck στην κιθάρα),την επιθυμία του για “επιστροφή στις ρίζες”.
Έπεται συνέχεια...
ΑΠΟ ΤΑ BLUES ΣΤΗΝ AMERICANA ΚΑΙ ΠΙΣΩ...Volume 2
Blues ain’t nothing but a good man feeling bad…Τραγουδά ,με συνοδεία μόνο μιας φυσαρμόνικας ο J.C.Burris στο “ Blues Around My Bed” , ένα από τα 21 κομμάτια που αποτελούν την συλλογή της Smisthonian Folkways: “ CLASSIC APPALACHIAN BLUES”. Τώρα τι είναι τα Appalachian Blues; Είναι τα λεγόμενα “Βουνίσια “ blues , που στον αντίποδα των Delta Blues του Mississippi είναι πιο μελωδικά και βαθιά επηρεασμένα από Ευρωπαϊκές μουσικές και Ragtime. Γεννημένα μέσα σε κοινότητες λευκών και μαύρων που κατοικούσαν στις μικρές πόλεις των ορυχείων και που ,ενώ ζούσαν σε ξεχωριστά καταλύματα, διασκέδαζαν μαζί μπολιάζοντας η μία τις μουσικές της άλλης. Κοινότητες ανθρώπων που εκτός από την φτώχεια είχαν ν’ αντιμετωπίσουν τις σκληρές καιρικές συνθήκες που πολλές φορές τους οδηγούσαν σε απομόνωση. Μια γεύση αυτής της σκληρής ζωής είχαμε πάρει με το Deliverance ,μια ταινία του 1972 με πρωταγωνιστές τους Jon Voight και τον Burt Reynolds, και την κλασσική σκηνή με την “συνομιλία” της κιθάρας και του μπάντζο μεταξύ ενός από τους εκδρομείς της μεγάλης πόλης και ενός “βουνίσιου” παιδιού. Το κομμάτι ήταν το “Duelling Banjos” των Eric Weissberg και Steve Mandel ,μια απίστευτη μουσική περιγραφή της συνάντησης των δύο ,τόσο διαφορετικών ,κόσμων .
Αρκετά χρόνια μετά, ο Jack White , παίζει μπάντζο και τραγουδά : “Sitting on top of the world” -ένα τραγούδι γνωστό περισσότερο σαν Blues-standard από τον Howlin' Wolf και τους Cream- στο Soundtrack της ταινίας Cold Mountain. Ένα Soundtrack με παραγωγό τον T-Bone Burnett με πολλούς γνωστούς καλλιτέχνες όπως η Allison Crauss,o Jack White ,ο Tim Eriksen να ξετυλίγουν όλη την ομορφιά της μουσικής Αμερικανικής παράδοσης των πιονιέρων της Δύσης και του μετεμφυλιακού κλίματος που επιρέασε την μετέπειτα μουσική εξέλιξη αυτού του χώρου.
Το Soundtrack το 2003 βραβεύτηκε με Grammy και οδήγησε την Smisthonian Folkways να κυκλοφορήσει το “Back Roads to Cold Mountain” (2004) παρουσιάζοντας μια συλλογή από παραδοσιακά Appalachian τραγούδια σε εκτελέσεις από γνωστούς μουσικούς όπως ο Bill Monroe (Wayfaring Stranger) και ο Dock Watson (Am I Born To Die).
Όλη αυτή η “αναβίωση” και η έρευνα στις ρίζες της μουσικής παράδοσης της Αμερικής, ήταν επόμενο ότι θα οδηγούσε και στα Blues. Έτος 2010 και η Folkways κυκλοφορεί το “CLASSIC APPALACHIAN BLUES” παρουσιάζοντας την Blues πλευρά του θέματος με μια αντιπροσωπευτική συλλογή . Τα Blues αυτής της περιοχής χαρακτηρίζονται από finger-picking παίξιμο στην κιθάρα .λίγο πιο “διασκεδαστική” διάθεση που εκφράζεται και μέσα από ragtime επιρροές. Αρκετά πιο μελωδικά από τα Delta ξαδερφάκια τους , τα Appalachian Blues δεν διαφέρουν σε θεματολογία περιγράφοντας χαμένες αγάπες,κακουχίες,απόγνωση και επιθυμία καλύτερης ζωής. Θέματα Blues.Το “Sitting on top of the world” ,αυτή την φορά από τον Dock Watson, είναι σαφώς μια πιο ανάλαφρη έκδοση με σκοπό να διασκεδάσει. Διασκεδαστικό είναι και το “Wine Blues” του Sticks McGhee που δεν είναι άλλο από το “Drinkin' Wine Spo-Dee-O-Dee” ένα Jump Blues που είναι περισσότερο γνωστό από τον (δικό μας) Johnny Otis. Η προσαρμογή είναι άψογη και δείχνει πως ένα τραγούδι μπορεί να παιχτεί διαφορετικά προσαρμοσμένο στον τόπο που παίζεται...Η instrumental εκτέλεση του Hesitation Blues από τον Rev. Garry Davis το επιβεβαιώνει.Ο Davis αν και μουσικός των λεγόμενων Piedmont Blues, αφου υιοθέτησε το finger pickin' στυλ , επιρρέασε πολούς λευκούς μουσικούς στην διάρκεια της αναβίωσης πολλών παραδοσιακών ακουσματων την δεκαετία του '60 όπως τους Hot Tuna,τους Jefferson Airplane,τον Dave van Ronk και αργότερα την Rorry Block. Όλο αυτό το “πάντρεμμα” των ειδών και οι αλληλοεπιδράσεις δεν είναι καθόλου ξένο και στις μέρες μας με μουσικούς από μουσικά ιδιώματα όπως η Alternative Folk, η Goth Americana,τα Punk-Blues και η Alt-Country.Agnostic Mountai Gospel Choir,The reverend Peyton's Big Damn Band,Hillstomp,The Dirt Daubers και The devil makes Three είναι μερικά από τα ονόματα που εξελίσουν μουσικές βασισμένες σ' αυτή την παράδοση και που θ' αρχίσουμε να “ψάχνουμε” και να περιγράφουμε την επόμενη φορά ρίχνοντας και ματιές στην εγχώρια σκηνή...
Αρκετά χρόνια μετά, ο Jack White , παίζει μπάντζο και τραγουδά : “Sitting on top of the world” -ένα τραγούδι γνωστό περισσότερο σαν Blues-standard από τον Howlin' Wolf και τους Cream- στο Soundtrack της ταινίας Cold Mountain. Ένα Soundtrack με παραγωγό τον T-Bone Burnett με πολλούς γνωστούς καλλιτέχνες όπως η Allison Crauss,o Jack White ,ο Tim Eriksen να ξετυλίγουν όλη την ομορφιά της μουσικής Αμερικανικής παράδοσης των πιονιέρων της Δύσης και του μετεμφυλιακού κλίματος που επιρέασε την μετέπειτα μουσική εξέλιξη αυτού του χώρου.
Το Soundtrack το 2003 βραβεύτηκε με Grammy και οδήγησε την Smisthonian Folkways να κυκλοφορήσει το “Back Roads to Cold Mountain” (2004) παρουσιάζοντας μια συλλογή από παραδοσιακά Appalachian τραγούδια σε εκτελέσεις από γνωστούς μουσικούς όπως ο Bill Monroe (Wayfaring Stranger) και ο Dock Watson (Am I Born To Die).
Όλη αυτή η “αναβίωση” και η έρευνα στις ρίζες της μουσικής παράδοσης της Αμερικής, ήταν επόμενο ότι θα οδηγούσε και στα Blues. Έτος 2010 και η Folkways κυκλοφορεί το “CLASSIC APPALACHIAN BLUES” παρουσιάζοντας την Blues πλευρά του θέματος με μια αντιπροσωπευτική συλλογή . Τα Blues αυτής της περιοχής χαρακτηρίζονται από finger-picking παίξιμο στην κιθάρα .λίγο πιο “διασκεδαστική” διάθεση που εκφράζεται και μέσα από ragtime επιρροές. Αρκετά πιο μελωδικά από τα Delta ξαδερφάκια τους , τα Appalachian Blues δεν διαφέρουν σε θεματολογία περιγράφοντας χαμένες αγάπες,κακουχίες,απόγνωση και επιθυμία καλύτερης ζωής. Θέματα Blues.Το “Sitting on top of the world” ,αυτή την φορά από τον Dock Watson, είναι σαφώς μια πιο ανάλαφρη έκδοση με σκοπό να διασκεδάσει. Διασκεδαστικό είναι και το “Wine Blues” του Sticks McGhee που δεν είναι άλλο από το “Drinkin' Wine Spo-Dee-O-Dee” ένα Jump Blues που είναι περισσότερο γνωστό από τον (δικό μας) Johnny Otis. Η προσαρμογή είναι άψογη και δείχνει πως ένα τραγούδι μπορεί να παιχτεί διαφορετικά προσαρμοσμένο στον τόπο που παίζεται...Η instrumental εκτέλεση του Hesitation Blues από τον Rev. Garry Davis το επιβεβαιώνει.Ο Davis αν και μουσικός των λεγόμενων Piedmont Blues, αφου υιοθέτησε το finger pickin' στυλ , επιρρέασε πολούς λευκούς μουσικούς στην διάρκεια της αναβίωσης πολλών παραδοσιακών ακουσματων την δεκαετία του '60 όπως τους Hot Tuna,τους Jefferson Airplane,τον Dave van Ronk και αργότερα την Rorry Block. Όλο αυτό το “πάντρεμμα” των ειδών και οι αλληλοεπιδράσεις δεν είναι καθόλου ξένο και στις μέρες μας με μουσικούς από μουσικά ιδιώματα όπως η Alternative Folk, η Goth Americana,τα Punk-Blues και η Alt-Country.Agnostic Mountai Gospel Choir,The reverend Peyton's Big Damn Band,Hillstomp,The Dirt Daubers και The devil makes Three είναι μερικά από τα ονόματα που εξελίσουν μουσικές βασισμένες σ' αυτή την παράδοση και που θ' αρχίσουμε να “ψάχνουμε” και να περιγράφουμε την επόμενη φορά ρίχνοντας και ματιές στην εγχώρια σκηνή...
ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ TA ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ BLUES
Studebaker
John Grimaldi
Με
αφορμή μια εκδήλωση με τους ηλεκτρικούς
κιθαρίστες της χώρας μας-ονόματα δεν
λέμε για να μην παρεξηγηθώ με φίλους
και γνωστούς- ένοιωσα ξανά την απόλυτη
βαρεμάρα που νιώθω καιρό τώρα ( γνώμη
ενός φτωχού “ακροατή” που πάντα θέλω
πάντα να είμαι) για τα ηλεκτρικά Blues.
Προϊόντα δισκογραφικών
εταιριών πλέον οι “επαγγελματίες”
μουσικοί κιθαρίστες (όχι στην χώρα μας
,που τα πράγματα είναι ερασιτεχνικά)
αναπαράγουν τα ίδια και τα ίδια οδηγώντας
το είδος στα μουσικά μουσεία λες και
είναι η καλύβα του Muddy
Waters...Απογυμνώνοντας τον
σημαντικό παράγοντα “Στίχο” και με
μια θεματική τελείως “κατεστημένη”
αφοσιώνονται στην τεχνική του πράγματος
(κιθάρες,μαγνήτες,ενισχυτές) χάνοντας
το νόημα του τι είναι ΤΑ Blues.
Τα Blues είναι
ΚΑΙ στίχος. Απλός , εύληπτος αλλά που
συνάμα σπάει κόκαλα...”Death
don't Have no Mercy In this Land” (Rev. Garry Davis)για
παράδειγμα από την μια μεριά να μιλάει
για θάνατο και “I'll play
the blues for you”(Albert King)από την
άλλη ,ένα τραγούδι για το πως θα γδυθεί
μια τύπισσα(σημαντικό κι αυτό , αλλά...).
Αν τα συγκρίνετε μέσα στο χρόνο αγνοώντας
το πανέμορφο παίξιμο του Albert
King που έκανε το κομμάτι
Classic των
Big City Blues
θα δείτε ότι τα Blues
“αναπνέουν” καλύτερα
μόνο όταν σου ρίχνουν γροθιές στο στομάχι
πράγμα που κάνει ο Garry
Davis με την τραχιά φωνή του
και την ακουστική κιθάρα του, στοιχειώνοντας
τις μοναχικές σου νύχτες....
Ο
τελευταίος πιστεύω που έδωσε μια ουσιώδη
ώθηση στον Big City ηλεκτρικό
ήχο , ήταν ο Stevie Ray Vaughan και
γι αυτό και μετά τον θάνατό του πήξαμε
στους “απλούς” μιμητές του.
Αργότερα ήρθε ο πρωτότυπος
-αλλά βασισμένος στα πρωτόγονα Blues
του βαθύ Νότου- ήχος των
North Mississippi Hills ( R.L. Burnside,
North Mississippi All Stars) να ταράξει
τα νερά ,να τραβήξει το ενδιαφέρον πιο
Indie και
Alternative ακροατηρίων
και να μπολιάσει το είδος με νέα μουσικά
ακούσματα που πολλές φορές δεν αρέσουν
στους πιουρίστες του είδους.
Υπάρχουν
πολλά είδη Blues. Αυτά
που παρέθεσα είναι η ταπεινή μου γνώμη
και τίποτε άλλο. Δεν θέλω να κάνω τον
έξυπνο και δεν θέλω να προσβάλω κανέναν.
Εμπειρία παραθέτω Αυτό που κατάλαβα
και βίωσα 32 χρόνια πίσω από τα πλατώ
του “BLUES bar” (και
αναλογικά και ψηφιακά) είναι ότι όσο
ακούς Blues τόσο
σε τραβά ο “αρχέγονος” ,ακουστικός
τους ήχος τους και δύσκολα μένεις μόνο
στον ηλεκτρικό ήχο των Chicago
Blues που δυστυχώς, εδώ και
πολλά χρόνια ,μετατρέπεται σε τουριστική
ατραξιόν...(Long live Lester
Buttler and the Red Devils!).
Μια
από τις δισκογραφικές εταιρίες που
προσπάθησε ν' ανανεώσει τον κουρασμένο
αυτόν ήχο των ηλ. Blues
την
δεκαετία του '90 ήταν και η καθιερωμένη
πια Blind
Pig Records. Από
τους βασικούς μουσικούς που βοήθησαν
την Blind
Pig στο
ξεκίνημά της, ήταν o
Studebaker John Grimaldi με
τους HAWKS
που
δεν σταμάτησε από τότε να βγάζει
αξιολογότατους δίσκους πάντα με κομμάτια
δικά του που ενώ δεν ξεχνούν τα αστικά
Blues
των
60's
, μπολιάζουν
το είδος με εμπνευσμένoυς
στίχους και έξυπνο και μετρημένο Rock-
Blues
παίξιμο στην φυσαρμόνικα και την κιθάρα.
Κάτι που σε κάνουν να τα προσέξεις , να
τα γουστάρεις και να περιμένεις τον
επόμενο δίσκο.Ο ίδιος λέγοντας ότι οι
παλιοί – όπως ο Walter
Horton- του
συμβούλευαν πάντα να μη προσπαθεί να
τους μιμηθεί αλλά να φτιάξει δικό του
ήχο. Αυτό ακριβώς και κατάφερε ο Studebaker
John
με εύθραυστα αργά Βlues
,
αλλά και επιθετικά Rockin'
Blues επηρεασμένα
από την βαθιά του αγάπη για τον Hound
Dog Taylor. Αυτοδίδακτος
μουσικός σε ηλικία επτά χρονών άρχισε
να παίζει φυσαρμόνικα χρησιμοποιώντας
την φυσαρμόνικα του πατέρα του και
αργότερα -έφηβος πια- αποφάσισε να
ξεκινήσει να παίζει και κιθάρα μετά που
είδε τον Hound
Dog Taylor να
παίζει με τον χαρακτηριστικό άγριο ,
ακατέργαστο Houserockin'
τρόπο
του. Από τότε η φυσαρμόνικα και η slide
κιθάρα
του ,έγιναν σήμα κατατεθέν του.
Με
δισκογραφία που ξεκινά από το 1979 ο
Studebaker
John κυκλοφορεί
στην Blind
Pig τέσσερις
πολύ καλούς δίσκους :
TOO TOUGH (1994), OUTSIDE LOOKIN' IN (1995), THERMOLUXE (1996) και
TIME
WILL TELL(1997).Κομμάτια
όπως τα μελωδικά “This
City”,”Missing You “αλλά
και τα ρυθμικά “Time
will Tell” και
“ My
Way Or The Highway”
απλά δεν “γερνούν”.Φέτος ο Studebaker
John έβγαλε
ακόμα έναν δίσκο αποδεικνύοντας ότι
άμα είσαι καλός σε κάτι δεν χρειάζεται
ούτε ν' αλλάζεις ούτε να πειραματίζεσαι.
'Έτσι λοιπόν η ένρινη φωνή του Grimaldi
καθώς
και το “εφιαλτικό” παίξιμο του στην
φυσαρμόνικα και στην κιθάρα είναι εκεί
με την ίδια ακριβώς συνταγή χωρίς να
κουράζει , πράγμα σπάνιο για έναν μουσικό
που εμπνευσμένα υπηρετεί ένα “κουρασμένο”
είδος χρησιμοποιώντας τις συνταγές των
κλασσικών .Τίτλος του “ETERNITY'S
DESCENT όπως
και ο τίτλος του πανέμορφου instrumental
κομματιού
που κλείνει το album
αλα
Lenny
του
Stevie
Ray Vaughan. Ξεχωρίζουν
τα: “My
Life” και
“ Passed
and Gone” με
απαισιόδοξους και υπαρξιακούς στοίχους
(- I
just try to live My Life...-Sometimes I feel like my time is passed
and gone... ).Το
βαρύναμε το πράγμα;
Ε
,έτσι είναι τα Blues.
Νίκος
(
Blues Pariah) Καρέλλος δημοσιευμένο στο www.rocknrollmonuments
Σκέψεις πάνω σε ένα άρθρο για τους Red Devils ,τον Lester Butler και τους Rolling Stones
Υπάρχουν κάποια πράγματα που έγιναν κάπου , κάποτε δημιουργώντας μύθους και ιστορίες που χάνονται μαζί με αυτούς που συμμετέχουν σ'αυτά...Ο τραγικός θάνατος του Lester Buttler έκανε ακριβώς αυτό. Να δημιουργήσει ένα μύθο γύρω από τους Red Devils και τον μοναδικό δίσκο που άφησαν πίσω τους το "King King". Ένας από τους καλύτερους δίσκους στην ιστορία του λευκού Blues ηχογραφημένο ζωντανά το 1992 σε μέρος “ταπεινό”- όπως ήταν το συνοικιακό club King King -που σημάδεψε και αυτούς και τον Butler.Το κακό είναι ότι δεν υπήρξε συνέχεια.Αρκούσε όμως για να δείξει με απλό , ανεπιτήδευτο και απόλυτα “RAW” τρόπο τι σημαίνει λευκό Blues. To “King King” υπήρξε ένα από τα πιο αγαπημένα albums που έπαιξα στα decks του “Blues” τα 32 χρόνια που αυτό υπήρξε. Διαβάζοντας το άρθρο του “συναδέλφου” ( στο site του Rock'n'rollMonuments) Αλέξανδρου Ριχάρδου τον περασμένο Δεκέμβριο θυμήθηκα όλη την σχεδόν “ underground” έρευνα να βρεθεί “τοπ χαμένο Blues άλμπουμ του Mick Jagger με τους Red Devils”κάτι που θα μου έδινε την ευκαιρία ν' ακούσω λίγο ακόμα Blues απ' αυτούς.Θυμάμαι ότι όταν τελικά βρέθηκε με τους γνωστούς τρόπους μέσω διαδικτύου με ανυπομονησία κάθισα να το ακούσω .Το άκουσα και μετά -για χιλιοστή φορά- έβαλα ν'ακούσω το “ King King”. Ξανά. Και καπάκι το “13 featuring Lester Butler” έναν άλλο δίσκο του Luster Buttler -μετά που έφυγε από τους Red Devils- με τους 13 , μια μπάντα που συμμετείχε ο Kid Ramos και ο Alex Schultz στην κιθάρα. Οι 13 ήταν μια προσπάθεια να κρατηθεί το κλίμα των Red Devils που όμως και αυτή δεν είχε συνέχεια , αφήνοντας με την σειρά της μια δίψα για περισσότερο πρωτόγονο ηλεκτρικό Blues που μόνο ο Butler ήξερε να αποδίδει βουτώντας στην κυριολεξία το μικρόφωνο του ηχολήπτη και ουρλιάζοντας μέσα απ'αυτό ψάχνοντας τον απόλυτο ήχο που θα ένωνε την ψυχή του με έναν Little Walter η έναν Jimmy Reed...Και το κατάφερε!( τουλάχιστον αυτό λέει ο μύθος και μ' αρέσει ). Η συνεργασία των Devils με τον Jagger ποτέ δεν κατάφερε να πει κάτι πέρα από το ιστορικό του πράγματος. Καλοπαιγμένο ,άρτιο και επαγγελματικά εκτελεσμένο λευκό blues και τίποτε άλλο. Δεν υπήρχε αυτό το μαγικό σπάσιμο των ποτηριών στο πάτωμα που ακούγεται στην εκτέλεση του Smokestack Lightning στο “13”με τον Butler να ουρλιάζει : “Somebody Put the X On Me,I Got The X On Me” και αμέσως μετά ακούγονται και κάτι σκυλιά να γαβγίζουν...Αληθινή κόλαση! Ο Butler κουβαλούσε την κατάρα του Robert Johnson . Μια κατάρα που στοιχειώνει όποιον ακολουθήσει τον πλέον αρχέγονο δρόμο των Blues...Στα βιντεάκια του διαδικτύου τον ακούμε να λέει ότι δεν τον νοιάζει τι ώρα της ημέρας θα τραγουδήσει γιατί για αυτόν το να τραγουδάει είναι σαν να προσεύχεται και τον “απελευθερώνει”. Έτσι ακριβώς ήταν όταν όλα ξεκίνησαν. Μπορεί να το βάρυνα λίγο αλλά η ιστορία των Blues είναι γεμάτη με ταραγμένες ψυχές που προσπαθούσαν να βρουν εξιλέωση μέσα από τον μοναδικό τρόπο που ήξεραν να εκφραστούν. Την μουσική τους. Δεν θέλω να υποβιβάσω την σπουδαιότητα των Rolling Stones , του Mick Jagger και την αγάπη του για τα Blues. Ο δίσκος του με τους Devils και το τελευταίο άλμπουμ των Stones που είναι μπορώ να πω ένας φόρος τιμής στην μουσική που τους ενέπνευσε, είναι άψογοι .Τέλειοι θα μπορούσα να πω. Aλλά κάτι λείπει. Αυτό το κάτι το είχε ο Lester Butler και οι Red Devils που με την σειρά τους το έχασαν κι αυτοί. Μην αδικούμε τους Stones. Στο κάτω κάτω αυτοί μας έμαθαν τον δρόμο να βρούμε “στιγμές” όπως οι Red Devils και να τους κάνουμε κομμάτι της μουσικής μας “μνήμης”.'Όλα έχουν σημασία τους.Τίποτε δεν πάει χαμένο.'Όλα έχουν την θέση τους...Έτσι και οι μοναδικές στιγμές του "κάπου, κάποτε"
Νίκος Καρέλλος (Φλεβάρης 2017) δημοσιευμένο στο www.rocknrollmonuments
Robert Johnson
Crossroad Blues [track, 1936] (zoo Ιούλιος-Αύγουστος 1999 )
When You Got A Good Friend [track, 1936]
32-20 Blues [track, 1936]
Love In Vain [track, 1937]
Hellhound On My Trail [track, 1937]
«I got to keep movin' / I've got to keep movin' / Blues fallin' down like hail / Blues falllin' down like hail...».
Οταν ο Robert Johnson ηχογραφούσε το "Hellhound On My Trail", φαίνονταν να τραγουδά για την ίδια του τη ζωή. Μια ζωή περιπλάνησης, μια ζωή χωρίς ρίζες. Ακούγοντας τη «μουσική του διαβόλου» από μουσικούς όπως ο Son House και ο Willie Brown, αποφάσισε να ασχοληθεί κι αυτός με τα blues και να γίνει επαγγελματίας μουσικός. Έτσι απλά ξεκίνησαν όλα, για να καταλήξουν στην πιο πολύπλοκη ιστορία γύρω από έναν blues μουσικό που έχει γραφτεί ποτέ.
O Johnson δολοφονήθηκε από ένα ζηλιάρη σύζυγο που αντιλήφθηκε την περιστασιακή σχέση του με τη γυναίκα του. Ήταν μια τακτική που ακολουθούσε ο Robert, φτιάχνοντας έτσι ένα δίκτυο ερωμένων στις διάφορες πόλεις του Νότου, όπου περιόδευε. Χαμηλών τόνων, γλυκομίλητος και όμορφος, σαγήνευε το θηλυκό πληθυσμό, με αποτέλεσμα να αποκτά εχθρούς ανάμεσα στους άνδρες. Ένα μπουκάλι δηλητηριασμένο ουίσκι έδωσε τέλος στη ζωή του, χαρίζοντας του συγχρόνως την αιωνιότητα. Ο τραγικός θάνατος του έδωσε αφορμή ν' αναπτυχθεί μια μυθολογία γύρω από το όνομα του, που τον ήθελε να έχει πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο με αντάλλαγμα την τέχνη του. Μια πυκνή ομίχλη άρχισε να καλύπτει ό,τι είχε σχέση μ' αυτόν. Ακόμα και στην αναζήτηση δίσκων του υπήρχε μια ιδιόμορφη δυσκολία έμοιαζε σαν να περνούσε και σ' αυτούς το μυστήριο γύρω από την ύπαρξη του...
Χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες και να γραφτούν βιβλία για να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Να φανεί ότι ήταν απλώς ένας μοναχικός άνθρωπος που έγραφε αριστουργηματικά τραγούδια βασισμένα στην ίδια του τη ζωή, τραγούδια που στοίχειωσαν όποιον τ' άκουσε. Οι ερευνητές έψαξαν, οι μουσικοί μιμήθηκαν, οι συγγενείς έκλαψαν και οι απόγονοι αναρωτήθηκαν για τα δικαιώματα από τους δίσκους του. Ο μύθος που είχε καλλιεργηθεί σιγά σιγά έσβησε και αυτό που έμεινε για πάντα είναι τα είκοσι εννιά αριστουργήματα που ηχογράφησε στο τέλος της ζωής του. Είκοσι εννιά τραγούδια που στην πραγματικότητα ήταν είκοσι εννιά συναισθήματα. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει, όταν αρνιόταν ευγενικά να επαναλάβει ένα τραγούδι που είχε τραγουδήσει πριν από λίγες μέρες: « Well, that was just a feeling. I was just... reciting from a feeling». Αυτή ακριβώς η απαγγελία συναισθημάτων ήταν όλη η γοητεία των country blues του Johnson. Οι στίχοι του έμοιαζαν με στίχους ποιημάτων. Σ' έκανε ν' απορείς πώς ένας αγράμματος αγρότης μπορούσε να γράψει τέτοια πράγματα. Ο θάνατος του ήρθε να τα παγώσει όλ' αυτά και να τα κλείσει σε μια κάψουλα διατηρώντας τα αγνά για τις επόμενες γενιές.
Οι Rolling Stones και δεκάδες άλλοι έπαιξαν τη μουσική του με το δικό τους τρόπο, κάνοντας τα φανατικά rock ακροατήρια να την αγαπήσουν γι' αυτό που ήταν και όχι γιατί ήξεραν το δημιουργό της. Ακούγοντας τις αυθεντικές εκτελέσεις των τραγουδιών αργότερα, τα αγάπησαν ακόμη περισσότερο. Μέχρι σήμερα, τα συναισθήματα που γεννά η ακρόαση των κομματιών του Johnson είναι και το ίδιο δυνατά. Αυτό το αρχέγονο blues ήταν και είναι ό,τι δυνατότερο μπορείς ν' ακούσεις. Οι στίχοι μοιάζουν το ίδιο φρέσκοι, κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που γράφτηκαν, και σε κάνουν να παγώνεις, σαν να νιώθεις το πέρασμα μιας παρουσίας που εξακολουθεί να περιπλανιέται χωρίς να βρίσκει τις ρίζες της.
Άρθρο για το Robert Johnson που δημοσιέυτηκε στό ΖΟΟ το 1999 Νίκος Καρέλλος
Άρθρο για το Robert Johnson που δημοσιέυτηκε στό ΖΟΟ το 1999 Νίκος Καρέλλος
John Lee Hooker
'Αρθρο και τηλεφωνική συνέντευξη με τον John Lee Hooker με αφορμή την κυκλοφορία του δίσκου:
BEST OF FRIENDS
(ΖΟΟ 13-Μάρτιος 1999 )
Δύο είναι τα τραγούδια που σημάδεψαν την πορεία του John Lee Hooker: το "Boogie Chillen" και το "Healer", το καθένα για διαφορετικούς λόγους. Το "Boogie Chillen" ήταν το πρώτο big hit του Hooker, το 1948, και πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα την πρώτη χρονιά μόνο. Το δεύτερο, το "Healer", είναι ίσως το μεγαλύτερο blues hit όλων των εποχών. Το πρώτο σημάδεψε την έναρξη μιας πενηντάχρονης πορείας, ενώ το δεύτερο άνοιξε τον δρόμο για να γίνουν γνωστά τα blues σε ένα ευρύτερο κοινό και σήμανε την επιστροφή του Hooker στα studios που, αηδιασμένος από τις εταιρείες, τα είχε εγκαταλείψει για να περιοριστεί σε ζωντανές εμφανίσεις. Δεκαπέντε χρόνια πριν, ο Van Morrison, από χρόνια φίλος του Hooker [είχε ήδη τραγουδήσει μαζί του στο album "Never Get Out Of These Blues Alive"], του πρότεινε να του κάνει την παραγωγή σε ένα καινούριο album. Στα χρόνια που ακολούθησαν, μουσικοί όπως ο Carlos Santana και ο George Thorogood ζήτηοαν και αυτοί να συμμετάσχουν σ' αυτό.
Αποτέλεσμα; Η αρχή μιας δεκαετίας συνεργασιών με μουσικούς που τον σέβονταν και τον αγαπούσαν. Η φιλία ήταν κύριο συστατικό αυτών των συνεργασιών, που βρίσκονται αποτυπωμένες σε πέντε albums. Αυτό ακριβώς θέλει να τονίσει αυτή η επιλογή που έχει τίτλο "Best Of Friends'89-'98". Πολλές συλλογές βρέθηκαν στα ράφια των δισκοπωλείων μετά την επιτυχία του "Healer", Περιείχαν ακόμη και κομμάτια που είχε ηχογραφήσει ο Hooker με διάφορα ψευδώνυμα [John Lee Booker, Cooker, Boogie Man κ.α.], σε μικρές εταιρείες της δεκαετίας του '50. Αυτή όμως η συλλογή αναφέρεται μόνο στους δίσκους που έβγαλε στη δεκαετία του '88- '98, για τις εταιρείες Silvertone και Pointblank. Περιέχει κομμάτια από τα "Healer", "Mr Lucky", "Boom Boom", "Chill Oit" και "Don't Look Back". Την παραγωγή των περισσότερων κομματιών [αυτών που προέρχονται από τα τέσσερα πρώτα albums] έχει κάνει ο Roy Rodgers, μαθητής της Coast To Coast Blues Band του Hooker, τη δεκαετία του '80.
Η επιλογή έγινε από την εταιρεία και τον manager του Hooker και παρουσιάζει ελλείψεις. Γεγονός είναι, βέβαια, ότι ένα μόνο album περιορίζει σαφώς τα πράγματα, αλλά δεν δίνονται εξηγήσεις για το ότι ενώ περιλαμβάνονται δύο τραγούδια με τον Carlos Santana, δύο με τον Van Morrison και δύο με τον Ry Cooder, δεν υπάρχει κανένα με τον Johnny Hammond. Αυτό δείχνει ότι η εταιρεία έχει στόχο ένα ευρύτερο κοινό, που ξέρει περισσότερο τον Santana και λιγότερο [ίσως και καθόλου] bluesmen σαν τον Hammond.Ίσως μια δεύτερη επιλογή, σαν συνέχεια, να διορθώσει τα πράγματα. Ένας καλός λόγος για να αποκτήσει κάποιος αυτό το album είναι το ότι περιέχει τρία νέα κομμάτια, ηχογραφημένα προφανώς την ίδια εποχή. Το πρώτο, το δυναμικό "Boogie Chillen", με τη συμμετοχή του Eric Clapton στην κιθάρα, φαίνεται να γιορτάζει τα πενήντα χρόνια πορείας του Hooker ["48 - '98]. Το δεύτερο, το "Burning Hell", είναι ένα κλασικό boogie με τις συμμετοχές του Ben Harper και του κουμπάρου του Hooker, του Charlie Musselwhite. Πρόσφατος φίλος του Hooker και ανερχόμενο αστέρι, ο Ben Harper προσπαθεί να μιμηθεί το παίξιμο του Hendrix, ο οποίος με τη σειρά του είχε πει ότι ο Hooker ήταν ο δάσκαλος του. Η προσπάθεια όμως αυτή δεν αποδίδει και το κομμάτι φαίνεται να σώζει ο Musselwhite, με το όμορφο και μετρημένο παίξιμο του. Και φτάνουμε στο "Big Legs, Tight Skirt", που είναι ένα γλυκύτατο ρυθμικό κομμάτι με τον Ry Cooder. Ακούγεται σαν συνέχεια του "This Is Hip". 0 Cooder, έχοντας συνεργαστεί πολλές φορές με τον Hooker, δείχνει σεβασμό απέναντι του, χωρίς να βγαίνει μπροστά, αφήνοντας χώρο και για τον Ike Turner στα πλήκτρα.Ένα θαυμάσιο κομμάτι.
Κουρασμένος και μετά από μία εγχείρηση, ο Hooker έχει δηλώσει ότι θα σταματήσει τις εμφανίσεις και τις ηχογραφήσεις για να ξεκουραστεί μέχρι "ν' ακουμπήσουν τα κόκαλα του σε αυτή τη γη". Στα 82 του χρόνια, ο Mr Lucky απολαμβάνει τους καρπούς πενήντα χρόνων δουλειάς, αφιερωμένης στα πιο αληθινά blues που γράφτηκαν ποτέ. Ακούστε το "Tupelo", ηχογραφημένο για μια βιντεοταινία γύρω από τη ζωή του Hooker [το είχε δείξει και η ελληνική τηλεόραση],και θα καταλάβετε.
Τι ακριβώς σημαίνει "Boogie Chillen" για σας;
«Σημαίνει ότι οι νέοι χορεύουν. Σημαίνει ότι ανεβαίνεις στην πίστα και κουνιέσαι συνεχώς. Όπως τότε, την εποχή που μεγάλωνα. Η μητέρες μας δεν μας επέτρεπαν να μένουμε ως αργά έξω, αλλά εμάς δεν μας ενδιέφερε. Χορεύαμε και διασκεδάζαμε έτσι και αλλιώς». Αυτός ο δίσκος σημαίνει επιστροφή στα studios; «Αυτό είναι στα μελλοντικά μου σχέδια, αλλά κανείς ποτέ,,δεν ξέρει τι μπορεί να του συμβεί στην πορεία».
Πώς νιώθετε όταν ξέρετε όχι μέσα από τη μουσική σας έρχεστε σε επαφή με άλλες κουλτούρες, μιας και τα blues έχουν γίνει πια μια παγκόσμια μουσική, και πώς είναι τα πράγματα τώρα στην Αμερική;
«Αυτή η μουσική γεννήθηκε στην Αμερική. Συμβαίνει όμως αυτοί που αγαπούν και ακούν τα blues να είναι κυρίως λευκοί παρά μαύροι. Τα ακροατήρια στην Ευρώπη είναι μεγαλύτερα από αυτά στην Αμερική. Βγαίνει πολύ "blues", αλλά είναι πια "νερωμένο" . Δεν βγαίνουν πια αληθινά blues, όπως το δικά μου».
Υπάρχουν όμως και σημερινοί μουσικοί που παίζουν αυτά τα αληθινά blues, όπως ο Johnny Hammond.
«Ω, ναι! Τα blues του Hammond είναι αληθινά. Είναι και φίλος μου. Τον αγαπώ τον Hammond». Γιατί λοιπόν δεν υπάρχει ούτε ένα από τα τραγούδια μαζί του στην επιλογή; «Νομίζω ότι η επιλογή θα 'πρεπε να είναι πολύ διαφορετική.Έπρεπε να υπάρχει και ο Hammond ο' αυτήν. Τα blues του είναι πιο αληθινά από άλλων που περιλαμβάνονται σ' αυτήν. Αν ήταν στο χέρι μου θα τον έβαζα. Την επιλογή όμως την έκανε ο ατζέντης μου και έβαλε ανθρώπους που δεν τους άξιζε. Που δεν παίζουν αληθινά blues».
Ν.Καρέλλος
Blues Boy King
in the beginning...
Γράφοντας ένα άρθρο για τον Β. Β. King βρίσκεσαι μπροστά σε ένα δίλημμα: Να τον εκθειάσεις και έτσι να βγεις γρήγορα από τον κόπο αναίμακτα ή να προσπαθήσεις να βρεις το σωστό και αληθινό, μέσα από μία εμπορικά επιτυχημένη πορεία σαράντα πέντε και... χρόνων. Αυτό το άρθρο θα προσπαθήσει να παρουσιάσει το πώς ξεκίνησαν όλα γύρω από τον Β. Β. King και ειδικότερα την καθιέρωσή του σαν έναν από τους μεγαλύτερους ηλεκτρικούς κιθαρίστες όλων των εποχών και παράλληλα να αναφέρει κάποια πράγματα που επηρέασαν την εξέλιξη των blues στην Αμερική και αργότ Γερα στην Ευρώπη.
Ο Β. Β. King αποτελεί μία αντίφαση. Σαν μέλος μίας μουσικής βιομηχανίας χρησιμοποίησε τους μηχανισμούς της ή χρησιμοποιήθηκε από αυτούς. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ήταν μέρος της βιομηχανίας αυτής από την αρχή-αρχή. Δεν είναι βασιλιάς των blues. Τα blues που έπαιξε είχαν από την αρχή πάρει αποστάσεις από αυτό που ήταν τότε αυτή η μουσική. Ήταν ένα καινούργιο είδος blues, που άρεσε σε ένα αριθμητικά αυξανόμενο κοινό, και τράβηξε την προσοχή αυτού του κοινού και στα άλλα είδη. Στο εξώφυλλο ενός δίσκου του υπάρχειτο σχόλιο: "Ο Β. Β. King είναι ο πρώτος και μεγαλύτερος bluesman της σύγχρονης εποχής των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας." Αυτό τα λέει όλα.
ΑΛΛΑ ΑΣ ΠΑΡΟΥΜΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ. Ο Β. Β. King γεννήθηκε κοντά στην Indianola του Mississippi, στις 16 Δεκεμβρίου του 1925 και μεγάλωσε σε ένα κλασικό περιβάλλον του Δέλτα. Ο παππούς του έπαιζε bottleneck κιθάρα, ενώ και οι δύο γονείς του τραγουδούσαν. Το όνομά του ήταν Riley Β. King. Από μικρός τραγουδούσε σε gospel συγκροτήματα. Αυτό φάνηκε αργότερα και στον τρόπο που τραγούδησε blues. Αρχισε να μαθαίνει κιθάρα, και σε ηλικία δεκαέξι χρονών έπαιζε στις· γωνίες των δρόμων ενώ ταυτόχρονα δούλευε στις φυτείες, όπως άλλωστε και κάθε άλλος "έγχρωμος" νέος της περιοχής. Όταν έγινε είκοσι χρονών παράτησε για λίγο τις φυτείες και πήγε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο Memphis. Εκεί μοιράστηκε ένα δωμάτιο με τον ξάδελφο του, Bukka White. Επέστρεψε στις φυτείες για να ξεπληρώσει ένα χρέος του στο αφεντικό του και μετά αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στο Memphis και να κάνει καριέρα μουσικού. Το Δυτικό Memphis, το 1949, είχε γίνει πόλος έλξης για πολλούς blues καλλιτέχνες. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοίτης πόλης είχαν djs ονόματα σαν τον Howlin' Wolf και τον Sonny Boy Williamson II, οι οποίοι εκτός από το να παίζουν δίσκους έκαναν και live μεταδόσεις, όπως επίσης και μουσικούς διαγωνισμούς. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το ενδιαφέρον των δισκογραφικών εταιρειών για τη "μαύρη" μουσική μεγάλωνε. Αυτή όμως η μουσική έκφραση μιας συγκεκριμένης κουλτούρας εξελισσόταν μέσα στις έγχρωμες κοινότητες, δίνοντας πολλά διαφορετικά μουσικά ιδιώματα. Οι μεγάλες εταιρείες αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν όλες αυτές τις αλλαγές, οι μικρές όμως τοπικές και ανεξάρτητες, όπως η Chess στο Chicago, ήξεραν ακριβώς τι ήθελε το κοινό, γιατί λειτουργούσαν μέσα σ' αυτές τις αλλαγές. Μεγάλο ρόλο έπαιζε τότε και το τοπικό ραδιόφωνο. Οι djs που ήταν συγχρόνως και μουσικοί έπαιζαν τα τελευταία hits των rhythm 'n' blues, επηρεάζοντας έτσι ένα κοινό που προτιμούσε μουσική από το ραδιόφωνο παρά μουσική από το juke box. Ένας τέτοιος dj έμελλε να γίνει και ο Β. Β. King στα τέλη της δεκαετίας του '40.
Ο ηλεκτρικός ήχος βοηθούσε τους μουσικούς να παίξουν σε μεγαλύτερα ακροατήρια και να κάνουν τη μουσική τους πιο κεφάτη και διασκεδαστική. Άρχισαν να δανείζονται στοιχεία από την jazz και να τα ενσωματώνουν με επιτυχία η εποχή του R&B είχε ξεκινήσει.
Ο Β. Β. KING ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΔΟΞΟΣ ΝΕΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ. Έτσι άρχισε να εμφανίζεται σε τέτοιους διαγωνισμούς. Εμφανιζόταν στα shows του Williamson ενώ συγχρόνως δούλευε στο Square Deal Cafe. Τα προβλήματά του όμως στο να καταφέρει να παίξει με άλλους μουσικούς τον έκαναν να πάρει ανεπίσημα μαθήματα από τον Robert Lockwood [πιθανόν γιος τον Robert Johnson που του έμαθε να μην είναι εκτός χρόνου. Ο Lockwood αργότερα θα πει ότι δυσκολεύτηκε πολύ να τον διδάξει. Η ειρωνεία ήταν ότι ο Lockwood τότε δούλευε για τον King, αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να μιλάει άσχημα για το παίξιμο του.Τότε (1949) ήταν που έφυγε από το Δυτικό Memphis και εγκατα στάθηκε πλέον μόνιμα στο Memphis. Σύντομα είχε δική του εκπομπή στον σταθμό WDIA. Έγινε δε ιδιαίτερα γνωστός από την προ- τίμησή του στα τελευταία jump blues hits της Δυτικής Ακτής. Δίσκοι των Amos Milburn και Little Willie Littlefield καθώς και των Τ-Bone Walker και Louis Jordan γέμιζαν τα κεφάτα προγράμματά του ενθουσιάζοντας τους ακροατές του.Αυτή η συμμετοχή του στο ραδιόφωνο ήταν που τον έφερνε σε συνεχή επαφή με τις τελευταίες κυκλοφορίες και συγχρόνως έβλεπε τι άρεσε στον κόσμο. Σιγά - σιγά αυτό άρχισε να επηρεάζει και το παίξιμο του στην κιθάρα. Καμιά φορά ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός του, που έβαζε το βύσμα και έπαιζε μαζί με τους δίσκους στα πλατό. Τότε άρχισε πια να είναι εμφανής η απόσταση που είχε πάρει από τα παραδοσιακά "βρόμικα" blues.Τα μεγάλα clubs και "μαύρα" θέατρα της Beale Street του Memphis, εκεί όπου ήταν στραμμένο το ενδιαφέρον του αστραφτερού κόσμου της νύχτας, είχαν ήδη προχωρήσει στον εξοστρακισμό αυτής "της μουσικής του διαβόλου" και έδειχναν έντονο ενδιαφέρον στα big bands και στην ανερχόμενη rhythm 'n' blues σκηνή. Τα παλιά καλά blues παίζονταν πια μόνο στα μικρά juke joints των πίσω δρόμων... Η εποχή της ακουστικής κιθάρας και της άμεσης επικοινωνίας μέσα σε ασφυκτικά μικρούς χώρους [τι ωραία που ήταν!] είχε περάσει και νέοι παράγοντες οδηγούσαν τα πράγματα. Ο ηλεκτρικός ήχος βοηθούσε τους μουσικούς να παίξουν σε μεγαλύτερα ακροατήρια και να κάνουν τη μουσική τους πιο κεφάτη και διασκεδαστική. Αρχισαν να δανείζονται στοιχεία από την jazz και να τα ενσωματώνουν με επιτυχία η εποχή του R&B είχε ξεκινήσει.
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ Ο Β.Β. KING ΠΡΟΤΙΜΗΣΕ να συναναστρέφεται τους Beale Streeters ήταν αυτό που τον διαχώρισε και του ε'δωσε το παρατσούκλι Beale Street Blues Boy ως dj. Αυτό αργότερα άλλαξε σε Blues Βον King και τέλος σε Β. Β. King. Εκείνη την εποχή γνωρίστηκε και με τον Bobby Blue Bland.Σε ένα από αυτά τα θέατρα γίνονταν κάθε τόσο και μουσικοί διαγωνισμοί με βραβεία πέντε δολαρίων. Ο King παίζοντας σε τέτοιους διαγωνισμούς άρχισε να γνωρίζεται και με άλλους μουσικούς. Το παίξιμο του, έχοντας και jazz επιρροές από τον Charlie Christian και τον Django Reinhardt. καθώς και ο τρόπος που τραγουδούσε - θύμιζε πολύ τον gospel τρόπο που είχε μάθει μικρός - τράβηξε τον κόσμο και άρχισε να γίνεται γνωστός και σαν μουσικός. Εκείνη την εποχή λειτουργούσε στο Memphis ένα μικρό studio ηχογραφήσεων φτιαγμένο από τον Sam Philips, που είχε έρθει εκείτο 1945 ως τεχνικός του δικτύου της CBS και ηχογραφούσε big bands. Η έλλειψη πρωτοτυπίας αυτής της μουσικής έκανε τον Philips να στραφεί σε άλλα είδη που παίζονταν στην περιοχή. Προέβλεψε το ενδιαφέρον των μικρών εταιρειών γι' αυτήν τη μουσική, έφτιαξε ένα μικρό studio ηχογραφήσεων και άρχισε να γνωρίζεται με μαύρους μουσικούς, μεταξύ άλλων και με τον Β. Β. King. Πράγματι, εκείνο το καλοκαίρι του 1949 οι αδελφοί Bihari της Modern ήρθαν στην πόλη . και έκλεισαν με το studio του Philips να ηχογραφήσουν τον Β. Β. King και έναν άλλο ανερχόμενο μουσικό, τον γεννημένο στο Memphis , πιανίστα Roscoe Gordon. Έτσι ο King άρχισε την καριέρα του με αυτήν τη συνεργασία που θα κρατούσε μία δεκαετία. Το πρώτο hit ήρθε το 1951, με το "Three O'Clock Blues" που έγινε Nol πριν το τέλος του χρόνου. Ήταν η αφετηρία μιας από τις πιο επιτυχημένες εμπορικά καριέρες στην blues ιστορία.Ήταν όμως blues; To "Three O'Clock Blues" είχε τον δικό του ήχο. Έναν ήχο που διέφερε από αυτόν του Δέλτα ή του Memphis. Το παίξιμο στην κιθάρα θύμιζε έντονα T-Bone Walker, αν και πιο βαρύ. Τραγουδώντας ο King τραβούσε τις συλλαβές χρησιμοποιώντας τεχνικές gospel. Οι ομοιότητες με τον Roy Brown ήταν μεγάλες. Γενικα το τραγούδι ήταν "καλογυαλισμένο". Αυτό το λούστρο έμελλε να είναι και το κυριότερο γνώρισμα της μουσικής του King.
ΖΩΝΤΑΣ ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ Η ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΗ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΗ μαύρη κοινότητα άρχισε να απολαμβάνει τα υλικά αγαθά του αμερικάνικου ονείρου, ανέλαβε να "εξευγενίσει" τα blues και να τα "καθαρίσει" από τα βρόμικα σεξουαλικά υπονοούμενα και τη μιζέρια του Νότου, δύο θέματα που φαίνονταν να ενοχλούν τα ακροατήριατου.Τα θέματα των τραγουδιών του ήταν σχεδόν πάντα τα "προβλήματα με γυναίκες". Ο θάνατος, τα ναρκωτικά και η απόγνωση ανήκαν γι' αυτόν σε άλλες εποχές. Σε κανέναν μαύρο Αμερικάνο δεν άρεσε να του θυμίζουν την καταγωγή του. Όλα άρχισαν να βυθίζονται στην εύκολη pop κουλτούρα του '50. Τα ακούσματα έπρεπε να είναι ευχάριστα και να πουλάνε. Η βιομηχανία του θεάματος όριζε τα πάντα. Ο Β. Β. King ανέλαβε να δώσει στα blues τον "σεβασμό" και την "υπόσταση" που νόμιζε ότι τους άρμοζαν. Το έκανε με έναν τρόπο που θύμιζε πολύ αποστολή ιεροκύρηκα. To "Three O'Clock Blues" - μία σύνθεση του Lowell Fulson - πούλησε ένα εκατομμύριο κομμάτια και έμεινε στο Νο.1 των R&B charts για δεκαοκτώ εβδομάδες κάνοντάς τον γνωστό σε όλη τη χώρα. Μετά από αυτήν την επιτυχία, ο King άφησε το Memphis και ξεκίνησε τις περιοδείες. Το 1955 είχε ήδη επτά hits στο ενεργητικό του και έδινε γύρω στις τριακόσιες συναυλίες τον χρόνο. Μέχρι που είχε αγοράσει και λεωφορείο για τις μετακινήσεις του, μιας και οι περισσότερες εμφανίσεις του ήταν της μιας βραδιάς. Συνεχίζοντας να ηχογραφεί με την ίδια εταιρεία έφτασε να έχει μπάντα δεκατριών ατόμων! Η συμπεριφορά του, πατριαρχική απέναντι σε τόσους μουσικούς, τον έκανε να μοιάζει με επιστάτη φυτείας. Ίσως όμως αυτός να ήταν τελικά ο μόνος τρόπος να έχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
ΚΛΑΣΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΟΠΩΣ TO "SWEET LITTLE ANGEL ", "Sweet Sixteen "και "Rock Me Baby ", εκτός του ότι ήταν τέλεια δείγματα αυτής της δουλειάς, τον κράτησαν στην επιτυχία για μεγάλο διάστημα. Το 1960 υπέγραψε στην ABC ελπίζοντας να επαναλάβει την τρομερή επιτυχία του Ray Charles. Τα πράγματα όμως είχαν αλλάξει για τα blues. Ήταν πια στο κοινωνικό περιθώριο .Τα μαύρα ακροατήρια είχαν στην ήδη στραφεί στη soul. Ο King συνέχισε τα hits με τραγούδια όπως το "Don't Answer The Door" και "Lucille" - ένα τραγούδι που αφιέρωσε στην κιθάρα του, μια μαύρη Gibson 335. Οι στίχοι του, απογυμνωμένοι από τα γνώριμα "βρόμικα" στοιχεία των blues, έμοιαζαν πολύ με αυτούς των soul τραγουδιών της εποχής. To album του ' "Live At Regal", ηχογραφημένο live στο Chicago το 1965 και θεωρούμενο σαν το καλύτερο του, δείχνει την αγάπη που του είχε το κοινό του. Ένα σημαντικό βήμα στην καριέρα του ήταν η ηχογράφηση του lp "Completely Well", το 1969. Ήταν ένα ρυθμικό album με κομμάτια που θύμιζαν jam μεταξύ των μουσικών, που έκλεινε με την καταπληκτική διασκευή του κομματιού του Ray Hawkins, "The Thrill Is Gone", με έντονη την παρουσία εγχόρδων. Ο King κέρδισε ακόμα ένα hit και ο δίσκος έγινε χρυσός. Έτσι άνοιξε και ο δρόμος για τα λευκά ευρωπαϊκά ακροατήρια. [Ας μην ξεχνάμε ότι το "The Thrill Is Gone "ήταν από τα πρώτα κομμάτια που αγαπήθηκαν από το λιγοστό rock ακροατήριο της Ελλάδας των περίεργων εκείνων εποχών, στις αρχές της δεκαετίας του '70. Όλες οι rock δισκοθήκες της εποχής είχαν και κάποιον δίσκο του Β. Β. King.] Ήδη από το 1968 είχε αρχίσει να παίζει μπροστά σε σχεδόν εξολοκλήρου λευκά ακροατήρια. Στο Fillmore West, ο Johnny Winter και ο Mike Bloomfield τον παρουσίασαν σαν τον "μεγαλύτερο ζωντανό blues κιθαρίστα". Άρχισε να εμφανίζεται σε πολλές rock συναυλίες. Το 1970 ηχογράφησε με τον Leon Russell και την Carole King το "Indianola Mississippi Seeds ". Οι περισσότερες συνθέσεις και η παραγωγή ήταν του Russell. Η καριέρα του από αυτό το σημείο θα ακολουθούσε πλέον μια ομαλή "εμπορική" πορεία με εμφανίσεις στην τηλεόραση και σε διαφημιστικά spots, για να φτάσει στο τέλος να χαρίσει τη Lucille του στον Πάπα [!] πράγματα που λίγο είχουν να κάνουν με την πραγματικότητα των blues.
ΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ME TON ALEXIS KORNER, TON STEVE Winwood και την jazz-funk μπάντα των Crusaders κατέληξαν σε ένα μάλλον "άχρωμο" αποτέλεσμα. "Κλέβοντας" την επιτυχία τού "Love Comes To Town " μέσα από τα χέρια των U2 δεν φαίνεται να πρόσθεσε τίποτα στον θρύλο του βασιλιά. Ο τίτλος ήταν ήδη απονεμημένος. Κι αυτό όχι για την εμπορική του επιτυχία, αλλά για αυτό που έδωσε στη σύγχρονη rock μουσική και ιδιαίτερα στους rock κιθαρίστες. Ο τρόπος που η μαύρη Lucille ούρλιαζε με μακρόσυρτες φωνές οδήγησε πλήθη νέων να αρπάξουν μια κιθάρα και εκφράζοντας συναισθήματα να φτιάξουν μουσική. Μια μουσική άγρια, ηλεκτρική και ανθρώπινη. Η αδυναμία του στο να σολάρει με την κιθάρα την ώρα που τραγουδούσε τον έκανε να διαχωρίσει το ένα από το άλλο κι έτσι άρχισε η εμφάνιση των τραβηγμένων solos που χαρακτήρισαν αργότερα κάθε rock κιθαρίστα. Αλλά ας μην ξεχνάμε· υπάρχει μόνο ένας τρόπος να ακούς blues: Με την καρδιά. Όπως λοιπόν ακούτε Β. Β. King, ακούστε και Blind Lemon Jefferson /και ας μην είναι "λουστραρισμένη" η εγγραφή]. Από αυτόν άλλωστε επηρεάστηκε στην αρχή και ο ίδιος. Έτσι κι αλιώς, και τα δύο Blues είναι...
Ν.Καρέλλος
Βιβλιογραφία
- Lawrence Cohn: "Nothing But The Blues". Abbeville Press 1993
- Sheldon Harris: "Blues Who's Who", New Rochelle, N.Y. 1979
- Charles Keil: "Urban Blues". Univercity Of Chicago 1966
- Robert Palmer: "Deep Blues", Viking Press 1981
- The Guinness Who's Who Of Blues. Guinness Publising Ltd 1993
- Charles Shaar Murray: "Blues On Cd-The Essential Guide", Kyle Cathie Limited 1993
Αυτή η άποψη δημοσιεύθηκε στο ΖΟΟ Νο 9 - Μάιος-Ιούνιος 1998 και ήταν η αρχή μιας πολύ καλής συνεργασίας με τον φίλο μου Νίκο Πετρουλάκη.
JOHN HAMMOND
O John Hammond δε μας έχει-ίσως ευτυχώς-συνηθίσει στις συχνές κυκλοφορίες δίσκων, με αποτέλεσμα ν' απολαμβάνουμε κάθε καινούρια του δουλειά. Με άπειρες ζωντανές εμφανίσεις στο ενεργητικό του εδώ και τέσσερις δεκαετίες; προτιμά να περνά τις μέρες του «στο δρόμο» παρά κλεισμένος σ' ένα στούντιο. Στη διάρκεια μιας τέτοιας περιοδείας του στην Ευρώπη εμφανίστηκε το Δεκέμβριο του '99 και στην Αθήνα. Μετά το τέλος της καταπληκτικής του σόλο εμφάνισης είχαμε μια φιλική συζήτηση, όπου, μεταξύ άλλων, αναφερθήκαμε και στη συνεργασία του με τον Tom Waits στο "Mule Variations'. Τότε ήταν που μου ανακοίνωσε ότι παραγωγός του επόμενου άλμπουμ του θα ήταν ο Waits. Έπρεπε να περιμένουμε παραπάνω από ένα χρόνο για να φτάσει τελικά στα χέρια μας ο δίσκος. To "Wicked Grin" είναι ένα άλμπουμ απόλυτα αρμονικής συνεργασίας ανάμεσα σε δύο τόσο αυθεντικούς καλλιτέχνες, που δεν προσπαθούν να επισκιάσουν ο ένας τον άλλον. Είναι ακριβώς αυτό που θα περίμενε κάποιος που αγαπάει τη μουσική τους.
Ο Hammond παίζει δώδεκα συνθέσεις του Tom Waits με το δικό του μοναδικό τρόπο, κάνοντάς τις να μοιάζουν ότι γράφτηκαν γι' αυτόν. Τραγουδώντας πάντα συνθέσεις άλλων -μόνο στην αρχή της καριέρας του είχε γράψει οκτώ τραγούδια, που τελικά δεν του άρεσαν- επιστρατεύει όλη του την πείρα, ώστε η διασκευή τόσο ιδιόρρυθμων συνθέσεων να μην ακούγεται φτηνή. Προσαρμόζοντας τα κομμάτια στα μέτρα του, ζήτησε τη βοήθεια ικανών μουσικών ο Larry Taylor στο όρθιο μπάσο και ο Charlie Musselwhite στη φυσαρμόνικα είναι οι πιο γνωστοί. Στα ντραμς βρίσκεται ο Stephen Hodges, ντράμερ των Fabulous Thunderbirds. O Waits συμμετέχει στην ηχογράφηση εμπνέοντας και τους υπόλοιπους με την παρουσία του, αλλά η φωνή του ακούγεται μόνο στο τελευταίο, 13ο κομμάτι, ένα παραδοσιακό gospel με τίτλο "I Know I’ve Been Changed". Οι δύο μουσικοί είχαν συναντηθεί στην Αριζόνα πριν από 25 χρόνια, όταν ο Waits άνοιξε μια συναυλία του Hammond, και από τότε τους συνδέει αμοιβαία φιλία και εκτίμηση. «Ήμουν θαυμαστής του John από τον πρώτο κιόλας δίσκο του και αισθάνομαι περήφανος που είμαι μέρος αυτής της προσπάθειας» είπε γι' αυτό το δίσκο ο Waits. «Ο John είναι μεγάλος, μια πραγματική δύναμη της φύσης»
Έχοντας ήδη στο ενεργητικό του ένα τραγούδι που γράφτηκε γι' αυτόν [το "No One Can Forgive Me But My Baby" από το "Got Love If You Want It" του '82], ο Hammond απολαμβάνει την ειδική περιποίηση του Waits με δύο ακόμη νέα τραγούδια: το "2:19", που ανοίγει ρυθμικά το δίσκο, και το "Fannin Street", ένα αργό, αλά Tom Waits blues, που μιλά για χαμένες μέσα στις πρόσκαιρες απολαύσεις ψυχές. Οι υπόλοιπες δέκα συνθέσεις του Waits έρχονται απ' όλες τις περιόδους της καριέρας του, όπως το "16'Shells",το "Heart Attack and Vine".και τα καταπληκτικά "Jockey Full Of Bourbon" και "Clap Hands", που στα χέρια του Hammond ακούγονται σαν τελείως νέες συνθέσεις. Από την πιο πρόσφατη δισκογραφία,τα "Murder In The Red Bum" και "Get Behind The Mule" μοιάζουν να γράφτηκαν την ίδια εποχή. To "Wicked Grin" είναι ένας δίσκος με βαθιές ρίζες και μεγάλη εκφραστική δύναμη, δείγμα σύγχρονης αμερικανικής μουσικής. Οι δύο μεγάλοι των blues ενώνουν τις δυνάμεις τους με σεμνότητα και το αποτέλεσμα είναι κάτι περισσότερο από υπέροχο.
Πώς ήταν η ηχογράφηση ενός δίσκου μαζί με τον Tom Waits ;
«Πέρασα υπέροχα φτιάχνοντας αυτό το δίσκο. Ήταν μια πραγματική συνεργασία. Αισθάνθηκα πολύ συνδεδεμένος με τον Tom!...»
Τι σχέδια υπάρχουν από δω και στο έξης; θα υπάρξει περιοδεία με θέμα αυτό το άλμπουμ;
«Πράγματι προετοιμάζομαι να περιοδεύσω στις ΗΠ Α και στον Καναδά με την μπάντα που ήταν στην ηχογράφηση, χωρίς όμως τον Mussehwhite, που έχει τις δικές του περιοδείες να κάνει. 0α ξεκινήσουμε στα τέλη του Μάρτη και θα είναι η πρώτη φορά εδώ και τριάντα χρόνια που θα περιοδεύσω με συγκρότημα, θα είναι κάτι σαν πείραμα, κι αν όλα πάνε καλά, εύχομαι να περιοδεύσω και στην Ευρώπη το επόμενο καλοκαίρι».
Τα σύγχρονα blues είναι αυτό που αποκαλείται μαύρη μουσική ή έχουν γίνει κάτι άλλο;
«Τα blues ήταν πάντα μια από εκείνες τις μουσικές μορφές τέχνης που αγκαλιάζουν όλους τους ανθρώπους , ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματος τους, γιατί ασχολείται με πράγματα που
είναι απόλυτα βασικά στη ζωή. Είναι μια ανθρώπινη κατάσταση που δεν αλλάζει. Οι άνθρωποι κάνουν και θα κάνουν τα ίδια και τα ίδια λάθη».
Σε αντίθεση με Αλλους καλλιτέχνες, που λόγω των συχνών κυκλοφοριών τους φαίνεται να επαναλαμβάνονται, εσύ ακούγεσαι πιο φρέσκος από κάθε άλλη φορά.
«Ποτέ δεν ήμουν καλλιτέχνης των χιτς. Πάντοτε με εξέπλητε το γεγονός ότι ηχογράφησα τόσους δίσκους. Αλλά νομίζω ότι όταν κάνεις πραγματικά αυτό που αισθάνεσαι και δουλεύεις με μουσικούς με τους οποίους μπορείς να συνυπάρξεις μπορεί να συμβούν μαγικά πράγματα. Αυτό έγινε και με τον Waits. Πιστεύω ότι ο Waits έχει τον ίδιο παλμό με μένα κι έτσι μπόρεσα τόσο εύκολα να ταράξω με τα τραγούδια του. Πέρασα πολύ όμορφα φτιάχνοντας αυτό το δίσκο!»
Παρουσίαση γραμμένη από τον Ν.Καρελλο και που δημοσιέυτηκε στο ΠΟΠ και ΡΟΚ/Απρίλης 2001
the MAGICIAN
Ένα 'Αρθρο για τον Magic Sam από τον Νίκο Καρέλλο και που δημοσιέυτηκε
τον Δεκέμβρη του 1999 στο ένθετο του ZOO : Jazz και Blues No 4
the MAGICIAN
Ένα 'Αρθρο για τον Magic Sam από τον Νίκο Καρέλλο και που δημοσιέυτηκε
τον Δεκέμβρη του 1999 στο ένθετο του ZOO : Jazz και Blues No 4
Αύγουστος '69. Δύο εβδομάδες πριν από το ιστορικό γιαπολλούς
Woodstock και ο κόσμος των blues έχει επικεντρώσει την προσοχή του στο Ann
Arbor Jazz & Blues Festival. Όλα τα μεγάλα ονόματα είναι εκεί. Ο Muddy
Waters, ο Β.Β. King και ο Luther Allison ετοιμάζονται να γοητεύσουν ένα κοινό που αποτελείται
σε μεγάλο ποσοστό από λευκούς. Τη νέα σκηνή του West Side του Σικάγο
εκπροσωπούν ο Otis Rush και ο πολλά υποσχόμενος Magic Sam. Όταν όμως έρχεται η
σειρά του τελευταίου ν' ανέ6ει στη σκηνή, αυτός δε φαίνεται πουθενά.
Πανικόβλητοι οι διοργανωτές ζητούν από τον Charlie Musselwhite ν' αναπληρώσει
το κενό. Λίγη ώρα αργότερα, ο Sam εμφανίζεται. παρέα με τον μπασίστα του Bruce
Bartow, αλλά χωρίς ντράμερ. Χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, εξαφανίζεται για
λίγο και επιστρέφει με τον Sam Lay, έναν ντράμερ που συμμετείχε με το δικό του
συγκρότημα. Όταν οι τρεις τους ανέβαιναν στη σκηνή για να ξεκινήσουν με το
κομμάτι "San-Ho-Zay" του Freddie King, κανείς δεν περίμενε ότι αυτή
τους η εμφάνιση θα ενθουσίαζε τόσο το κοινό και
θα καταξίωνε τον Magic Sam ανοίγοντάς του το δρόμο για μια μεγάλη
καριέρα. Λίγους μήνες όμως αργότερα, την 1η Δεκέμβρη του '69, ο Sam πέθανε
προδομένος από την καρδιά του, σε ηλικία μόλις 32 χρονών, αφήνοντας ένα
τεράστιο κενό στην εξέλιξη των σύγχρονων blues. Η ευρύτερη αναγνώριση αυτής της
μουσικής σταμάτησε, και αυτό που όλοι περίμεναν να γίνει με αυτόν έγινε με τον
Robert Cray, μια δεκαετία αργότερα, χωρίς όμως την αγριάδα που διέθετε η
μουσική του Sam.
Ο Samuel Magshett γεννήθηκε το Φλεβάρη του 1937 στην Granada
του Μισισίπι. Σε ηλικία 13 χρονών παράτησε το σχολείο και άρχισε να δουλεύει
στα χωράφια. Όταν, το 1950, ri οικογένειά του μετακόμισε στο Σικάγο, ο Sam
βρήκε στην ελευθερία που του έδινε η μεγάλη πόλη τον τρόπο ζωής που του άρεσε . Έχονταςήδη
αρχίσει ν' ασχολείται με την κιθάρα —ξεκίνησε τεντώνοντας χορδές από ένα καρφί
στον τοίχο, σχεδόν όπως ο Big Joe Williams—είχε τώρα την ευκαιρία ν' αφιερώσει
περισσότερο χρόνο σ' αυτή.Ένα χρόνο αργότερα, ενώ έπαιζε κιθάρα στην πίσω του
αυλή, τον άκουσε ένας χαρτοπαίκτης της περιοχής —κατ' άλλους και θείος του—που
λεγόταν Cadillac Jake. Αυτός ήταν ο πρώτος που τον παρότρυνε ν' ασχοληθεί
επαγγελματικά. Λίγο καιρό αργότερα, όταν ξανασυναντήθhκαν, ο Jake είχε αλλάξει
το όνομά του σε Shakey Jake, τραγουδούσε blues και έπαιζε φυσαρμόνικα. Ο Sam
είχε σχηματίσει το πρώτο του συγκρότημα με μπασίστα τον Mack Thompson —μαζί με
τον οποίο έμελλε να μείνει για πολλά χρόνια— και τον Syl Johnson. Ο Jake ήταν
που παρουσίασε το νεαρό Sam στον Muddy Waters, μια βραδιά στο κλαμπ 708, και
τον έπεισε να τον αφήσει να παίξει μαζί του. Μετά απ' αυτό, ο ιδιοκτήτης του
κλαμπ πρόσφερε δουλειά στον Sam, βάζοντάς τον να παίξει μετά τον Waters. Έτσι,
σε ηλικία I 8 μόλις χρονών, ο Sam Maghett ήταν πια επαγγελματίας blues
μουσικός. Ήταν 1955...
Τον Αύγουστο του 1956, ο Eli Toscano ιδρύει μια δισκογραφική
εταιρεία στο West Side του Σικάγο, με την επιθετική ονομασία Cobra. Σκοπός του
ήταν να καλύψει την ανερχόμενη γενιά κιθαριστών που 8α διαδέχονταν τους
κλασικούς blues μουσικούς, όπως ο Muddy Waters ή ο Howlin' Wolf. Με τον Willie
Dixon να βοηθά στην παραγωγή, η Cobra ηχογραφεί τον Otis Rush. Ο εικοσάχρονος
τότε μουσικός καταφέρνει να μπει στο Top 10 του R&B chart με το "I
Can't Quit You Baby". Όταν ο Sam Maghett παρουσίασε τη σύνδεση του
"All Your Love" στην Cobra, αυτοί δέχτηκαν να την ηχογραφήσουν, με
μια προυπόθεση: έπρεπε ν' αλλάξει το
όνομά του. Ο Maghett μέχρι τότε χρησιμοποιούσε το όνομα Good Rockin' Sam, όνομα
που είχε και ένας καλλιτέχνης της Excello. Ψάχνοντας για καινούριο όνομα, ο
φίλος του και μπασίστας του συγκροτήματος του πρότεινε το Magic, που ήταν παράφραση
του Maghett. Έτσι, το όνομα Magic Sam συνόδευε το πρώτο single του στην Cobra,
το 1957. Με φωνή που έμοιαζε σ' αυτήν του Otis Rush και πιο επιθετική κιθάρα
απ' αυτόν, ο Magic Sam ήταν πια ένας από τους μουσικούς που θα χαρακτήριζαν τον
ήχο του West Side.
Η δυτική πλευρά της πόλης ήταν τότε ίσως η πιο υποβαθμισμένη
μαύρη περιοχή του Σικάγο, με ρατσιστές αστυνομικούς και τρομερά κοινωνικά
προβλήματα. Η μόνη διέξοδος που είχαν οι καταπιεσμένοι κάτοικοι της ήταν η
χαρτοπαιξία και —παραδόξως— η έντονη νυχτερινή διασκέδαση. Οι blues μπάντες
εύρισκαν μια θέση ανάμεσα στα χορευτικά floor-shows και τους κωμικούς. Μέσα σ'
αυτές τις σκληρές συνθήκες αναδείχτηκαν μουσικοί με έξοχες ικανότητες. Η
περιοχή όμως είχε άλλο ένα χαρακτηριστικό: μπορούσες να κάνεις όση φασαρία
ήθελες, πράγμα που Βοηθούσε τη θορυβώδη μπάντα του Magic Sam. Με αντίζηλους τον
Buddy Guy και τον Otis Rush, ο Sam κράτησε την απλή και σφιχτή σύνθεση του
συγκροτήματος του: τρία άτομα ήταν γι'
αυτόν αρκετά. Το τρέμολο στη φωνή και οι εκρήξεις στην
κιθάρα —στα χνάρια του Guitar Slim— χαρακτήριζαν τη μουσική του. Ακολούθησαν
μερικά ακόμα singles στην Cobra, όπως τα "Everything Gonna Be
Alright" και "Easy Baby", που όμως, επειδή έμοιαζαν αρκετά στο
"All Your Love", δεν είχαν καμιά ιδιαίτερη επιτυχία. Ο στρατός
έρχεται για να του χαλάσει τα σχέδια. Αφού λιποτακτεί, φυλακίζεται για έξι
μήνες και απολύεται. Η αρχή της δεκαετίας του ' 60 τον βρίσκει να παίζει στα
κλαμπ του West Side και Near North Side της πόλης. Η φωνή του ακού-
γεται πλέον πιο ώριμη και ηχογραφεί για την Chief διάφορα
τραγούδια, μεταξύ των οποίων και το "My Love Is Your Love". Στα
χρόνια που ακολουθούν το ενδιαφέρον του κοινού για τα blues
μειώνεται κατακόρυφα και ενώ πολλοί μουσικοί τα παρατούν, ο
Magic Sam συνεχίζει, ελπίζοντας για το καλύτερο. Όλα όμως αλλάζουν όταν τα
λευκά ακροατήρια των κολεγίων ανακαλύπτουν εκ νέου τα blues. Γίνεται ένας
επαναπροσδιορισμός του κοινού, που αυτή τη φορά αποτελείται σε μεγάλο ποσοστό
από λευκούς. Ενδεικτικό είναι το ότι οι ηχογραφήσεις στο Alex Club, το '64, μ'ένα
φορητό μαγνητόφωνο από ένα φοιτητή είναι το μοναδικό ηχητικό ντοκουμέντο από
εκείνη την εποχή. Δώδεκα ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατο του, το 1981, θ'
αποτελέσουν το υλικό για τον πρώτο δίσκο του διπλού album "Magic Sam
Live" [ο δεύτερος δίσκος περιέχει τη ζωντανή ηχογράφηση από το Ann Arbor Blues
Festival. To 1967 ο Bob Koester της Delmark ζητά από τον Sam να ηχογραφήσει
ένα LP. To "West Side Soul" έρχεται στο φως ηχογραφημένο μεταξύ
Ιουνίου και Οκτωβρίου του '67 και περιέχει συνθέσεις κλασικών bluesmen, όπως ο
J.Β. Lenoir ["Mama Talk To Your Daughter"] και ο Junior Parker
["I Feel So Good"]. To παίξιμο του Sam είναι ακόμα πιο δυναμικό και
η ένταση της φωνής του κάνει τα μικρόφωνα του στούντιο να παραμορφώνουν. Η
σκληρή του κιθάρα κάνει το "My Love Will Never Die" ν' ακούγεται
δραματικότερο από την αυθεντική εκτέλεση
του Otis Rush. Έχοντας πια τη φήμη που του αξίζει, αρχίζει τις εμφανίσεις στα
κυκλώματα των κολεγίων, αλλά ο κακός προγραμματισμός αρχίζει να κουράζει την
υγεία του. Ένα δεύτερο LP κυκλοφορεί ένα χρόνο μετά, με τίτλο "Black
Magic". Βασισμένο και πάλι σε κλασικό ρεπερτόριο, είναι το τελευταίο
επίσημο LP του Sam. Ακολουθεί η εμφάνιση στο Ann Arbor Blues Festival και ο
Magic Sam είναι πλέον ένας καθιερωμένος «μεγάλος» των blues του Σικάγο.
Το φθινόπωρο τον βρίσκει να περιοδεύει με τον Charlie
Musselwhite. Η υγεία του όμως χειροτερεύει και ο Sam φτάνει σε σημείο να
καταρρεύσει μετά από ένα ελαφρύ καρδιακό επεισόδιο. Αγνοώντας τις υποδείξεις
των γιατρών για ξεκούραση, έρχεται στην Ευρώπη για το Americaq Folk Blues
Festival και στις 3 Οκτωβρίου εμφανίζεται στο Albert Ηαll του Λονδίνου. Η καριέρα του βρίσκεται
στο ψηλότερο της σημείο.
Γυρίζοντας στην Αμερική, αποφασίζει να ξεκουραστεί για λίγο,
έχοντας εξασφαλίσει ζωντανές εμφανίσεις μέχρι τα μέσα του '70 — σχέδια που
δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Την 1η Δεκεμβρίου ο Magic Sam αφήνει την τελευταία
του πνοή, χτυπημένος από μια άδικη μοίρα που τον ήθελε να γίνει διάσημος μετά
το θάνατο του. Ένας από τους μεγαλύτερους κιθαρίστες των μεταπολεμικών blues
του Σικάγο έφυγε, αφήνοντας μια κληρονομιά που επηρέασε βαθιά μουσικούς όπως οι
Joe Louis Walker, Luther Allison, Eddy Clearwater και Robert Cray. Γνώστης της
soul, ακολούθησε τους blues δρόμους του γκέτο, βάζοντας τα θεμέλια γι' αυτό
που αργότερα ονομάστηκε «σύγχρονο blues».
What's Wrong With You
FAT POSSUM/HITCH HYKE
Αν θέλετε ακατέργαστο ηλεκτροακουστική country blues στα πρότυπα του Lightin' Hopkins, τότε οι κυκλοφορίες της εταιρείας Fat Possum είναι ό,τι ακριβώς ψάχνετε. Η σπουδαιότητα τους έγκειται στο ότι παρουσιάζουν
άσημους γενικά μπλούζμαν, που έχουν όμως άποψη πάνω σ' αυτό που παίζουν, όπως
για παράδειγμα, ο Robert Belfour, που σε αυτό, το πρώτο του άλμπουμ, υιοθετεί το
μονότονο «trance- blues» ήχο. Το κλίμα των R.L. Burnside και Junior Kimbrought—γράφουν και αυτοί στην
ίδια εταιρεία- φαίνεται να επηρεάζει τον Belfour, που τραγουδά με δυνατή φωνή, παίζοντας κιθάρα με τρόπο που δείχνει αμέσως
τη βαθιά γνώση της παράδοσης.